βαθύβιος

βαθύβιος
-α, -ο
αυτός που ζει στα μεγάλα βάθη των ωκεανών: Οι βαθύβιοι οργανισμοί είναι και οι απλούστεροι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαθύβιος — (bathybius). Ονομασία που δόθηκε σε άμορφη βλεννώδη μάζα, η οποία ανακαλύφθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα από τον Χάξλεϊ σε μεγάλα βάθη του Ατλαντικού ωκεανού (5.000 6.000 μ.). Η ανακάλυψη αυτή έδωσε αφορμή για έρευνες και αντεγκλήσεις ανάμεσα …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”